χαμαιδρυΐτης

χαμαιδρυΐτης
χᾰμαι-δρῠΐτης [pron. full] [ῑ] οἶνος, , wine
A flavoured with germander, Dsc.5.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαμαιδρυΐτης — ὁ, Α φρ. «χαμαιδρυΐτης οἶνος» οίνος παρασκευασμένος από φύλλα χαμαίδρυος (Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιδρυίτης — χαμαιδρυί̱της , χαμαιδρυίτης flavoured with germander masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”